Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Η ελληνική παιδεία στην Πελαγονία (πΓΔΜ)




Ελληνικό Γυμνάσιο Μοναστηρίου
Του Θωμά Σιδέρη

Από τα τέλη του 18ου αιώνα κιόλας τοΜοναστήρι, η καρδιά της Πελαγονίας, αναδεικνύεται σε σπουδαίο πνευματικό και εκπαιδευτικό κέντρο.
Το πρώτο ελληνικό σχολείο ιδρύθηκε το 1830 από το Δημήτριο Βαρνάβα. Τα περισσότερα, βέβαια, διδακτήρια ανεγέρθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Πελαγονίας το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με την οικονομική και ηθική υποστήριξη των ελληνόφωνων και βλαχόφωνων κοινοτήτων, της Ιεράς Μητρόπολης Πελαγονίας, του Ελληνικού Προξενείου, αλλά και με την αρωγή που απλόχερα προσέφεραν οι απόδημοι Μοναστηριώτες και κυρίως, οι ικανότατοι έμποροι που όργωναν στην κυριολεξία τη Βαλκανική και άφηναν το αποτύπωμά τους στις μεγάλες πόλεις και στα πολυσύχναστα λιμάνια της Ευρώπης.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Edward Stanford το 1877 στην επισκοπή Καστοριάς, Πελαγονίας, Βελούσας, Κορυτσάς και Βοδενών υπήρχαν 111 σχολεία, στα οποία φοιτούσαν συνολικά 5.361 μαθητές. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Ιωάννης Καλοστύπης υπολόγιζε «το ολικόν άθροισμα των εν Μακεδονία ελληνικών Σχολείων» στα 846 εκπαιδευτήρια με την εξής κατανομή: 3 Γυμνάσια, 3 Διδασκαλεία, μία Ιερατική Σχολή, 71 Ελληνικά Σχολεία, 74 Παρθεναγωγεία, 283 Δημοτικά, 80 Νηπιαγωγεία και 331 Γραμματοδιδασκαλεία, ενώ ο συνολικός αριθμός των μαθητών ανερχόταν σε 45.870 παιδιά και εφήβους.

Τα «Τσούφλεια Εκπαιδευτήρια» Γευγελής
(1890-1913, Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)
Το Μοναστήρι στα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν μία Βαβέλ εθνοτήτων και θρησκειών. Μουσουλμάνοι, χριστιανοί, εβραίοι και προτεστάντες αναζητούσαν το δικό τους καθαρτήριο ψυχών, ενώ τους δρόμους του Μοναστηρίου και τα χωριά της Πελαγονίας περιδιάβαιναν Οθωμανοί, Έλληνες, Αρμένιοι, Βούλγαροι, Τσιγγάνοι και διάφοροι Ευρωπαίοι.
Εξαιτίας αυτής της πληθυσμιακής σύνθεσης, η κοινωνική δομή του Μοναστηρίου ήταν ευμετάβλητη και οι ισορροπίες πιο εύθραυστες, ακόμα και από αυτούς τους ύαλους των Σεβρών. Ως εκ τούτου, η γη της Πελαγονίας αποδεικνυόταν το πλέον πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν σαν παραφυάδες διάφορες μορφές προπαγάνδας.
Οι κυριότερες από αυτές ήταν η βουλγαρική, κυρίως μετά το 1870 και αφότου ιδρύθηκε η αυτοκέφαλη βουλγαρική Εκκλησία και η ρουμανική, με βασικό πρωταγωνιστή τον Απόστολο Μαργαρίτη, βλάχικης καταγωγής. Για να επιτύχουν τους σκοπούς τους οι προπαγάνδες αυτές, προέβαιναν σε αθρόα ίδρυση οργανώσεων, αποστολών, εκκλησιών και σχολείων. Για το λόγο αυτό και ο Μαργαρίτης, υποκινούμενος από την Αυστρία και με την άμεση οικονομική ενίσχυση του Βουκουρεστίου ίδρυσε ρουμανικά σχολεία σε πολλά βλάχικα χωριά της βόρειας Μακεδονίας. 

Tο «Aλφαβητάριον» πρωτοεκδόθηκε από τον
Aναστάσιο Γ. Zάκλη στο Mοναστήρι
(«Tύποις Eμπορικού Tυπογραφείου») το 1911.
Διαβάστε: εδώ 
Ταυτόχρονα, την περίοδο αυτή περιδιαβαίνουν την Πελαγονία διάφοροι περιηγητές. Ένας από αυτούς, οΒικτόρ Μπεράρ επισκέπτεται τη Μακεδονία στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα. Ο Μπεράρ γεωγράφος, ελληνιστής και βαθιά ρομαντικός, δίνει τη δική του εκδοχή για το πολυεθνικό Μοναστήρι.
«Στη χριστιανική συνοικία του μοναστηριού είναι αδύνατο να μη νιώσεις τον έλληνα σε κάθε σου βήμα. Τα μεγάλα τετράγωνα σπίτια με τις τσίγκινες στέγες, τα παράθυρα και τα τζάμια, τα bow-windows, τα πέτρινα μπαλκόνια φανερώνουν με την πρώτη ματιά την αγάπη του έλληνα για τον ήλιο και το φως. Έτσι είναι χτισμένη και η παραλία της Σμύρνης, έτσι και οι πλατείες της Αθήνας. Το σπίτι του έλληνα στην πρόσοψη, όλο πορτοπαράθυρα, μπορεί να είναι κάπως άβολο για τον ιδιοκτήτη του, φαίνεται όμως τόσο μεγάλο, τόσο ωραίο, τόσο επιθυμητό στο διαβάτη.
Μουσουλμανικό το Μοναστήρι στα βόρεια, στους κήπους, στις λεύκες, στα κυπαρίσσια, στα πλατάνια που απλώνουν τη σκιά τους πάνω σε ναργιλέδες και σε τουρμπάνια. Ελληνικό στα νότια, στα ξενοδοχεία της ανατολής, στους πύργους της Ανατολής, τους πύργους του Άιφελ, στα μπαλκόνια με τις πολύχρωμες προσόψεις, τους ντενεκέδες, τους πωλητές λαδιού, σαρδέλας και πετρελαίου. Εβραϊκό σε μερικούς δρόμους ενός παλιού γκέτο, δρόμους σκοτεινούς, γεμάτους ασπρόρουχα, παλιοκούρελα και γυναίκες με μάτια που φανερώνουν το βίτσιο. Αυτό είναι το Μοναστήρι που βλέπουμε στα μάτια μας…».
Το τρένο διέσχιζε τις εύφορες πεδιάδες της Πελαγονίας. Αρκετά χρόνια ενωρίτερα οι αδελφοί Ιωάννηςκαι Θεοχάρης Δημητρίου και ο Δημήτριος Μουσίκος, μεγάλοι ευεργέτες και δωρητές των διδακτηρίων του Μοναστηρίου, είχαν χαράξει τους δικούς τους προσωπικούς δρόμους. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η οικονομική και πνευματική άνθηση του Μοναστηρίου επέδρασε θετικά στην ανάπτυξη και των γειτονικών κοινοτήτων.

Μπρίστινα (Πρίστινα - Κόσοβο)
Μαθητές ελληνικού σχολείου με τον ιερέα.
Σπουδαία διδακτήρια και αξιοζήλευτο εκπαιδευτικό έργο συναντούμε και στοΜεγάροβο, στο Τύρνοβο, στη Νιζόπολη, στη Νεγκοβάνη, στο Κρούσοβο, στηΜηλόβιστα, στο Γκόπεσι, στη Νέβεσκα, στον Περλεπέ, στη Ρέσνα, στηΜπελκαμένη και αλλού.
Το 1900 στα σχολεία του Μοναστηρίουφοιτούσαν 2.800 μαθητές και ανάμεσα στους σοφούς δασκάλους τους συγκαταλεγόταν και ο «αδάμαστος εις φρόνημα γυμνασιάρχης Τζουμετίκος και ουδεμία πρωτεύουσα νομού της ελευθέρας Ελλάδας παρουσίαζε την εκπαιδευτικήν οργάνωσιν του Μοναστηρίου κατά την εποχήν αυτήν».
Σύμφωνα με τη «Στατιστική της επαρχίας Πελαγονίας κατά το σχολικόν έτος 1907-1908» σε ολόκληρη την επαρχία υπήρχαν 54 ελληνικά εκπαιδευτήρια με 4.644 μαθητές (1.983 αγόρια, 916 κορίτσια, 1.765 νήπια) και 136 εκπαιδευτικούς.

Το ελληνικό σχολείο της Νιζόπολης.
Στη φωτογραφία απεικονίζονται οι μαθητές του σχολείου,
κάτοικοι του χωριού και εκπρόσωποι του τοπικού κλήρου
(χαρακτηριστική είναι η παρουσία του μητροπολίτη).
Το σχολικό έτος 1912-1913 ήταν η τελευταία χρονιά λειτουργίας των ελληνικών σχολείων στην Πελαγονία.Στα φαιοπράσινα βαγόνια του σιδηροδρομικού σταθμού Μοναστηρίου επικάθισαν γρήγορα, σα σκόνη, οι προσδοκίες για ένωση με την Ελλάδα.
Στις σκοτεινές σκευοφόρους, όμοιες με φαντάσματα, στοιβάχτηκαν πρόχειρα τα υπάρχοντα των Ελλήνων Μοναστηριωτών, τα υπάρχοντα της προσφυγιάς.
«Κατά το τελευταίον σχολικόν έτος 1912 ο ολικός αριθμός των φοιτώντων ανήρχετο εις 2.595 μαθητάς και μαθητρίας, το δε προσωπικόν των διδασκόντων εις 67. Και ούτω εις το εξατάξιον Γυμνάσιον εφοίτων 250 μαθηταί, εις την Κεντρική Αστικήν 518, εις την Β’ Δημοτικήν 173, εις το Οικονόμειον Νηπιαγωγείον 86, εις την δημοτικήν Σχολήν Γενή 65, εις το Νηπιαγωγείον Γενή 72, εις την Δημοτικήν Αρναούτ 78, εις το Νηπιαγωγείον Αρναούτ 91, εις το Κεντρικόν Νηπιαγωγείον 164, εις το Νηπιαγωγείον των Κήπων 213, εις τας δύο σχολάς των λόφων (Μπαΐρ) 65, εις την Δημοτικήν Λεικής Βρύσης 62, εις το Κεντρικόν Παρθεναγωγείον 686 μαθήτριαι και εις το διδασκαλείον 62 μαθηταί».
Πηγή: εδώ



Πηγή βίντεο: Florinamak (youtube)

Ελληνική Αστική Σχολή Μοναστηρίου
Ελληνικό Σχολείο Μοναστηρίου
Ελληνικό Γυμνάσιο Μοναστηρίου
Κεντρική Αστική Σχολή Αρρένων Μοναστηρίου
Κεντρική Αστική Σχολή Αρρένων Μοναστηρίου
Γυμναστικές επιδείξεις Παρθεναγωγείου Μοναστηρίου
ΤΕΧΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ-ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΠΟΡΩΝ ΚΟΡΑΣΙΩΝ
''Η ΕΡΓΑΝΗ ΑΘΗΝΑ''
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΦΙΛΟΜΟΥΣΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ
Νηπιαγωγείο - Παρθεναγωγείο
Κεντρικό Παρθεναγωγείο Μοναστηρίου
Γυμναστικές επιδείξεις σε ελληνικό σχολείο στη Γευγελή
Πηγή φώτο: εδώ
Νιζόπολη - Το ελληνικό σχολείο και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής
Μεγάροβο
Πηγή φώτο: εδώ
Συλλογική αναμνηστική φωτογραφία σε εξωτερικό χώρο, η οποία απεικονίζει τα μέλη της Ελληνικής Κοινότητας Μεγάροβου, κατά τη διάρκεια των ετήσιων εξετάσεων στο σχολείο. Στο κέντρο διακρίνεται ο μητροπολίτης Μοναστηρίου Βασίλειος, καταγόμενος από την Αγχίαλο.

Αναμνηστική φωτογραφία ελληνοβλάχων μαθητών και δασκάλων
από το Μεγάροβο και το Τύρνοβο το 1910.
Πηγή φώτο: εδώ
Κρούσοβο - 1853

Έγγραφο διαθήκης του 1853 προς ενίσχυση του τοπικού σχολείου. Διακρίνεται η κοινοτική σφραγίδα Κρουσόβου με τη θεά Αθηνά.
Πηγή: Το Κρούσοβο πέρα από την ιστορία και τη μνήμη: όψεις από την οικονομία, την εκπαίδευση και την κοινωνία του Κρουσόβου, ως την εξέγερση του ίλιντεν, μέσα από το αρχείο του Γ. Νιτσιώτα(Σταμούλης: Θεσσαλονίκη)

Το ελληνικό σχολείο της Νιζόπολης: 


Πηγή βίντεο: Florinamak (youtube)

Οι Ελληνες των Σκοπίων -Γευγελή(Βίντεο)


Γευγελή(Βίντεο)



Η πόλη βρίσκεται πολύ κοντά στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα. Είναι χτισμένη στη θέση της αρχαίας Ειδομένης. Μετά την Επανάσταση του 1821, η οθωμανική διοίκηση μετέφερε μουσουλμανικούς πληθυσμούς από την Ανατολία για να δημιουργήσει φιλικούς προς αυτήν πληθυσμιακούς θύλακες. Στις αρχές του 20ου αιώνα η πόλη είχε 10.000 κατοίκους από τους οποίου 6-7.000 ήταν Έλληνες. Σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή του 1902, στη Γευγελή με τα 25 χωριά της κατοικούσαν 17.700 Έλληνες ορθόδοξοι, 17.500 μουσουλμάνοι και 8.100 Βούλγαροι εξαρχικοί.
Η οικονομική ευμάρεια της ελληνικής κοινότητας της επέτρεψε να ιδρύσει ευαγή ιδρύματα και σχολεία. Πριν την Επανάσταση του 1821 υπήρχαν δύο ελληνικά σχολεία που ονομάζονταν «Μακεδονική Φάλαγγα» και «Τσούλφειος Σχολή». Υπήρχαν επίσης και οι φιλανθρωπικές οργανώσεις με την ονομασία «Αδελφότης Κυριών» και «Αδελφότης Ελληνίδων Κυριών».
Στις αρχές του 20ου αιώνα στην πόλη λειτουργούσαν 5 ελληνικά σχολεία, 1 οθωμανικό και 1 βουλγαρικό. Το 1903 εγκαινιάζεται το κτίριο της «Αστικής Σχολής Γευγελής» με πρώτο διευθυντή τον Στρωμνιτσιώτη εκπαιδευτικό Ιωάννη Κωνσταντινίδη.
Η κατάληψη της Γευγελής από τους Σέρβους σηματοδότησε το τέλος της ακμής της. Η καταπίεση συνεχίστηκε και κατά τη γιουγκοσλαβική περίοδο. Το 1947 οι αρχές εκτόπισαν τους Σαρακατσάνους σε απόσταση 160 χιλιομέτρων από τα σύνορα. Με σχετικό νόμο όρισαν ως ποινικό αδίκημα τα να πλησιάζουν τα σύνορα σε απόσταση μικρότερη των 70 χιλιομέτρων. Το 1963-68, περίπου 4.000 Σαρακατσάνοι, μεγάλο μέρος των οποίων καταγόταν από τη Γευγελή, εκδιώκεται για την Ελλάδα και εγκαθίσταται στο Νέο Κορδελιό Θεσσαλονίκης. (Πηγή: Οι Ελληνες στη FYROM – του Βλάση Αγτζίδη)
Οι κάτοικοι της περιοχής Γευγελής συμμετείχαν στην Επανάσταση του 1821. Σημαντικοί Έλληνες αγωνιστές ήταν οι οπλαρχηγοί καπετάν Θανάσης και Νταβέλης. Γευγελιώτης ήταν ο Γεώργιος Βαφόπουλος, ο ποιητής “της Μακεδονίας”. Κατά το Μακεδονικό Αγώνα, ο Δημοσθένης Κύρου συντονίζε και οργάνωνε την άμυνα των Ελλήνων σε όλη την περιοχή. Στη Γευγελή επίσης, ενεργοποιήθηκαν τα σώματα των Χρήστου Δέλλιου και Σίμου Μάλιου.
Οι Βλάχοι της Γευγελής πήραν μέρος, στο 28ο Αντάμωμα των Βλάχων, στην Καλαμπάκα, τον Ιούνιο του 2012.

Θανάσης Στεργίου. Ο Έλληνας δάσκαλος στην FYROM.




Στις κατασκηνώσεις του δήμου Αθηναίων στον Άγιο Ανδρέα φιλοξενήθηκαν το περασμένο καλοκαίρι, 14 Ελληνόπουλα από το Μοναστήρι (Bitola) των Σκοπίων, με τον 75χρονο δάσκαλό τους κ.Θανάση Στεργίου, που είναι και πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου ¨Μάτι”.
Τα παιδιά είναι από οικογένειες βλαχόφωνων και ελληνόφωνων της πόλης, που διατηρούν ακέραιη την ελληνική τους ταυτότητα, παρά τις μεθοδεύσεις των Σκοπιανών και τα εμπόδια που θέτει το επίσημο ελληνικό κράτος, μέσω των διπλωματικών του εκπροσώπων στα Σκόπια.
Ο κ.Στεργίου, παρά τη μεγάλη του ηλικία, εξακολουθεί να μαθαίνει τα ελληνικά, όχι μόνο σε Ελληνόπουλα της περιοχής, αλλά και σε παιδιά Σκοπιανών, που θέλουν να μάθουν τη γλώσσα.
Δείτε ΟΛΟΚΛΗΡΟ το παραπάνω βίντεο ντοκουμέντο, για τον Ελληνισμό στα Σκόπια που αντιστέκεται.

Έλληνες φωτογράφοι στο Μοναστήρι



Του Άλκη Ξ. Ξανθάκη
Ιστορικού Φωτογραφίας
Διευθυντού Σχολής Φωτογραφίας ΑΚΤΟ


Ηλικιωμένο ανδρόγυνο Ελλήνων Μοναστηριωτών σε αναμνηστική φωτογραφία (imperia) τραβηγμένη στο στούντιο του Γεωργίου Λιόντα στο Μοναστήρι (Φώτο αριστερά).

Από τα μέσα του 19ου αιώνα το Μοναστήρι είχε μεγάλη οικονομική άνθηση, αποτέλεσμα εμπορικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας που δημιουργήθηκε στην περιοχή. 
Η παρουσία του ελληνικού στοιχείου ήταν έντονη με μεγάλη δραστηριότητα σε όλους τους τομείς. Δεν ήταν λοιπόν παράξενο γιατί εγκαταστάθηκαν εκεί Έλληνες φωτογράφοι που εργάστηκαν από τα τέλη του 19ου και τις πρώτες δυο δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Πριν αναφερθούν όμως οι επαγγελματίες φωτογράφοι της πόλης, εκείνη την περίοδο, αξίζει μνείας ένας ερασιτέχνης φωτογράφος της. Πρόκειται για τον δικηγόρο Μιχαήλ Παπάζογλου, ο οποίος πρότεινε, σε εκτενές άρθρο του μια σειρά βελτιώσεων της ''αυτόματης εμφάνισης πλακών σε δοχεία''.  


Οι προτάσεις του αυτές δημοσιεύτηκαν στο γαλλικό περιοδικό ''Photo Revue'', στις 15 Ιουλίου του 1896, με ιδιαίτερα κολακευτικά σχόλια. Δυστυχώς δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες για τον δυναμικό αυτό ερασιτέχνη φωτογράφο. 
Θα ήταν παρακινδυνευμένο να γινόταν εκτίμηση για το ποιός ήταν ο πρώτος Έλληνας φωτογράφος που εργάστηκε στο Μοναστήρι. 

Την εποχή του Παπάζογλου όμως εργάστηκαν δυο από τους αδελφούς Λιόντα. Λίγο αργότερα θα εγκατασταθούν εκεί και οι αδελφοί Μανάκη.



Η οικογένεια Λιόντα

Το περίτεχνο, όπως φαντάζει σήμερα, φωτογραφικό σήμα τουΓεωργίου Λιόντα σε δυο γλώσσες (Φώτο αριστερά). 

Ο πιο γνωστός είναι ο Γεώργιος Λιόντας. Σύμφωνα δε με ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, συνεργάστηκε μαζί του, για ένα διάστημα, και ο αδελφός του Μιχαήλ Λιόντας, που είχε το βασικό του φωτογραφείο στη Θεσσαλονίκη
Η καταγωγή της περίφημης αυτής οικογένειας των φωτογράφων που κυριολεκτικά κατέκλυσαν όλο τον βορειοελλαδικό χώρο είναι από την Πελοπόννησο και συγκεκριμένα από το Λεωνίδιο. Στα τέλη του 18ου αιώνα, τα οκτώ άρρενα αδέλφια Λέοντα ή Λιόντα εγκαταλείπουν το χωριό τους και ανεβαίνουν βορειότερα για την ανεύρεση καλύτερης τύχης. Ίσως στην προέλευση του ονόματος τους πρέπει να αναζητηθεί κάποια βυζαντινή ρίζα, πράγμα άλλωστε πολύ πιθανό, γιατί βυζαντινά κείμενα αναφερόμενα στη φραγκοκρατία της Πελοποννήσου, μιλούν για τοπικούς άρχοντες-φεουδάρχες (τιμαριούχους) με το όνομα ΛΕΟΝΤΑΣ. Άλλωστε γενικότερα στη βυζαντινή ιστοριογραφία το όνομαΛΕΩ-ΛΕΟΝΤΑΣ αναφέρεται συχνότατα, ακόμη και σαν αυτοκρατορικό. 
Έτσι από τις αρχές του 19ου αιώνα το όνομα αυτό απαντάται σε Κοζάνη, Μοναστήρι, Γιάννενα, Θεσσαλονίκη, Χαλκιδική, Θράκη κ.α. Οι σίγουρες πληροφορίες που έχουμε για τη γενεαλογία των φωτογράφων ''Λιόντα'', ξεκινούν από τον Γεώργιο Λέοντα που έζησε και πέθανε στη Θεσσαλονίκη τον 19ο αιώνα. Αυτός είχε 6 παιδιά, τον Μιχαήλ, τον Χρήστο, τον Θεόδωρο, τον Γιώργο, τον Κυριάκο και τον Νικόλαο. Όλοι τους με εξαίρεση τον Κυριάκο (ήταν γεωπόνος στο τσιφλίκι του Χατζηλαζάρου στο Γιάνετς -σημερινό Μεταλλικό Κιλκίς- και ασχολήθηκε ελάχιστα με τη φωτογραφία) εξωτερίκευαν κάποιες έμφυτες καλλιτεχνικές τάσεις εκδίδοντας με επιτυχία στη ζωγραφική και τη φωτογραφία που σαν νέα τεχνική απεικόνισης τραβάει αμέσως το ενδιαφέρον τους. 

Ο Μητροπολίτης Πελαγονίας Αμβρόσιος Σταυριανός σε καρτ μπινέτ του Γεωργίου Λιόντα. Η οικογένεια Λιόντα κατέκλυσε τον βορειοελλαδικό χώρο έχοντας από τον 19ο αι. το γνωστότερο και βασικότερο φωτογραφείο στη Θεσσαλονίκη. Το πότε ακριβώς ο Γεώργιος Λιόντας εμφανίζεται και πότε εγκαταλείπει το Μοναστήρι παραμένει ανεξακρίβωτο (Φώτο αριστερά).  


Γύρω στα 1908 τοποθετείται η παρουσία των συνεταίρωνΣωτηρίου Πίντζα και του Λάζαρου Κερκελέ. Όμως η μόνη πληροφορία που υπάρχει για τους δυο αυτούς φωτογράφους προέρχεται από διαφήμισή τους στην εφημερίδα το ''Φως'' που εκδιδόταν στο Μοναστήρι, όπου μεταξύ των άλλων ανέφεραν: 

''[..] πως ως γνωστόν η επιτυχία έγκειται εν των φωτισμό, τη στάσεσι και τη καθαρότητι (sic), ανέκαθεν δε ημείς εκείνα ως το κύριον μέλημα ημών προς ικανοποίησιν και των μάλλον απαιτητικών επιδείξαμεν [...].

Αδελφοί Μανάκια

Οι αδελφοί Γιαννάκης και Μίλτος Μανάκια με τις αδελφές τους Βασιλική και Στεργιανή στην είσοδο του κινηματογράφου τους στο Μοναστήρι. Από την Αβδέλλα, ένα βλαχοχώρι της Πίνδου, δεν είναι τόσο η παρουσία τους στη φωτογραφία, όσο, κυρίως στον κινηματογράφο στον οποίο θεωρούνται σκαπανείς στα Βαλκάνια (Φώτο αριστερά).

Οι αδελφοί Γιάννης και Μιλτιάδης Μανάκη (το επίθετο Μανάκια με το οποίο συχνά αναφέρονται είναι μεταγενέστερο, γιουγκοσλαβικό), γεννήθηκαν στην Αβδέλλα, ένα βλαχοχώρι της Δυτικής Μακεδονίας. Ασχολήθηκαν με τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο στον οποίο θεωρούνται σκαπανείς στα Βαλκάνια.
Το 1898, ο Γιάννης, ο μεγαλύτερος από τους δυο, άνοιξε φωτογραφείο στα ΓιάννεναΤο 1905 μετεγκαταστάθηκε στο Μοναστήρι, οικονομικό, διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου άνοιξε φωτογραφείο. Τον Μάιο του 1905 έφερε από το Λονδίνο τη Boiscope, την πρώτη κινηματογραφική μηχανή στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Με αυτήν την μηχανή, και αφού μύησε και τον αδελφό του Μίλτο, γύρισαν στην Αβδέλλα την πρώτη τους κινηματογραφική ταινία με τίτλο ''Υφάντρες'' και πρωταγωνίστρια την ηλικίας 117 (!) χρονών γιαγιά τους. 

Τα πολλά χρήματα όμως τα κέρδιζαν από τη φωτογραφία. Τα καλοκαίρια πήγαιναν στην Αβδέλλα και στα γύρω χωριά και φωτογράφιζαν χωριά, εκκλησίες, μετακινήσεις των Βλάχων προς τα πεδινά της Θεσσαλίας. Εκτός από τους ντόπιους είχαν και πελάτες στο εξωτερικό. Έδεναν στο Παρίσι περίτεχνα και χρυσόδετα άλμπουμ με φωτογραφίες της Αβδέλλας, της Σαμαρίνας, της Σμίξης, του Περιβολιού, αλλά και άλλων περιοχών και τα πουλούσαν στους πολυάριθμους Έλληνες μετανάστες σε όλο τον κόσμο. 


Ο κινηματογράφος ''Cine Manaki'' στο Μοναστήρι
Λίγο πριν από τον τελευταίο πόλεμο κάηκε ολοσχερώς.

Το ''Κινο-Θέατρο'' τους που ήταν παράλληλα και φωτογραφείο, ήταν πασίγνωστο σε όλα τα Βαλκάνια. Μεγάλος αριθμός από τις γυάλινες πλάκες των προσωπικοτήτων που φωτογράφισαν -δεσποτάδες της Μακεδονίας, Τούρκους πασάδες, Μακεδονομάχους και καπεταναίους- αρκετές από τις ταινίες τους διατηρούνται μέχρι σήμερα στο Μοναστήρι. Μόνο που οι Γιουγκοσλάβοι θεώρησαν καλό να... πολιτογραφήσουν τους δυο αδελφούς σαν δικούς τους, και να κυκλοφορήσουν μάλιστα και σχετικό γραμματόσημο προς τιμήν τους. Κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13 οι αδελφοί Μανάκη διέτρεχαν όλη την Μακεδονία φωτογραφίζοντας. Ορισμένες από τις φωτογραφίες τους αυτές τις τύπωσαν σε καρτ-ποστάλ. Υπήρξαν οι πρώτοι που φωτογράφησαν την είσοδο του ελληνικού στρατού στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης. 

Οι Αδελφοί Λιόντα και οι Αδελφοί Μανάκη υπήρξαν σημαντικοί φωτογράφοι. Και δεν είναι τυχαίο που επέλεξαν να εργαστούν στο Μοναστήρι.
(Σημείωση: Για τους Αδελφούς Μανάκια έχει προηγηθεί αφιέρωμα των ''Επτά Ημερών'' δημοσιευμένο στις 2 Ιουνίου 1996 με τίτλο ''Τα Βαλκάνια με το βλέμμα των Μανάκια'').

Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ - ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ, Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2001, Αφιέρωμα: Μοναστήρι ή Βιτώλια.