Οι καταβολές του Ελληνισμού στην Καλαβρία ανάγονται προφανώς στον ελληνικό αποικισμό της Νοτίου Ιταλίας και Σικελίας, στα εδάφη που ανά τους επόμενους αιώνες θα γίνονταν γνωστά με το όνομα "Μεγάλη Ελλάδα", έτσι ονομαζόμενη εξαιτίας του υψηλότατου πολιτιστικού επιπέδου που το έδαφός μας είχε αποκτήσει, ώστε να επισκιάσει την ίδια την Ελλάδα. Κατά την άφιξή τους οι Έλληνες ώθησαν τους αυτόχθονες πληθυσμούς προς το εσωτερικό της χώρας και ίδρυσαν πόλεις όπως το Ρήγιο, τις Συρακούσες ή τον Τάραντα. Το Ρήγιό μας υπήρξε πατρίδα του γλύπτη Πυθαγόρα και του Αναξίλα, του διάσημου τυράννου που οδήγησε το Ρήγιο στο ύψιστο μεγαλείο και που κυριάρχησε και στις δύο όχθες του Στενού (494-476 π.Χ.), στον Κρότωνα δραστηριοποιήθηκε ο Πυθαγόρας (μολονότι καταγόμενος από την Σάμο), στις Συρακούσες ο μεγάλος Αρχιμήδης, αλλά οι πόλεις σιγά-σιγά παρήκμασαν και κατέστησαν τρωτές στην επέκταση της Ρώμης, που είχε ιδιαιτέρως δραστηριοποιηθεί εκείνα τα χρόνια, και το 212 π.Χ. (έτος πτώσης των Συρακουσών) η υποδούλωσή τους ολοκληρώθηκε.
Μιλώντας για το Ρήγιο (πράγμα το οποίο ενδιαφέρει περισσότερο, εφόσον επικεντρωνόμαστε στην Καλαβρία), οι Ρωμαίοι επέτρεψαν να διατηρηθεί η ελληνική γλώσσα (αντίθετα με όσους πιστεύουν ότι ο αρχαίος Ελληνισμός αφανίστηκε με την έλευση της Ρώμης): είναι γνωστό, πράγματι, ότι γενικά οι Ρωμαίοι, εξαιρώντας την περίπτωση της Καρχηδόνας, δεν κατέστρεφαν τις προϋπάρχουσες από αυτούς πόλεις και απορρόφησαν πολλά πράγματα από αυτές, μεταξύ των οποίων την μηχανική, που κληρονόμησαν κατά πολύ από τους Ετρούσκους. Αλλά μοιραία, όντας στην περιοχή ρωμαϊκής επιρροής, υπήρξε και μια κάποια διάδοση της Λατινικής, η οποία συνυπήρξε σε όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με την Ελληνική, γλώσσα που οι ίδιες οι καλλιεργημένες ρωμαϊκές τάξεις κατείχαν τουλάχιστον μέχρι την διαβόητη κρίση του 3ου αιώνα: για τον λόγο αυτό είναι αδιανόητο η ελληνική γλώσσα, η κατ' εξοχήν γλώσσα κύρους, να παραχωρούσε τόσο εύκολα την θέση της έναντι της Λατινικής, πράγμα το οποίο δεν συνέβη στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, σε εκείνο που θα γινόταν γνωστό με το όνομα Βυζαντινή Αυτοκρατορία (όνομα ωστόσο που ανάγεται στην Αναγέννηση: οι "Βυζαντινοί" ονόμαζαν τους εαυτούς τους "Ρωμαίους"). Με την πτώση της Δυτικής Αυτοκρατορίας, η Ιταλική Χερσόνησος (και με αυτήν και η Καλαβρία) περιέπεσε στα χέρια των γερμανικών λαών, κατά την διάρκεια του οποίου Ιταλοί, Γάλλοι και Ισπανοί θα ονόμαζαν "βαρβαρικές εισβολές" και οι Γερμανοί "μετανάστευση των λαών".
Πρώτα ο Οδόακρος και μετά ο Θεοδώριχος με τους Οστρογότθους, κυβέρνησαν στην Ιταλία μέχρι το 553, όταν οι Ρωμαίοι επανέκτησαν το έδαφος. Ενώ μεγάλο τμήμα της ιταλικής χερσονήσου κατακτήθηκε από τους Λογγοβάρδους, στην Καλαβρία (κυρίως στο κεντρικό και νότιο μέρος) παρέμειναν οι Ρωμαίοι, και συνεπώς ο πολιτισμός τους, που είχε πλέον γίνει ανατολικορωμαϊκός, διαδόθηκε στην επικράτεια: οι ερημίτες μοναχοί αναζητούσαν καταφύγιο στα δάση της Καλαβρίας, όπου έβρισκαν την "ησυχία" (ή αλλιώς την πνευματική ηρεμία), και το ελληνικό τυπικό κυριάρχησε, κυρίως αφότου το 733 ο αυτοκράτορας Λέων Γ' μεταβίβασε τα ρωμαϊκά εδάφη στην Ιταλία από την δικαιοδοσία του Πάπα σε εκείνη του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Η Καλαβρία τέθηκε υπό τον στρατηγό (που διοικούσε τα Θέματα, δηλ. τις ανατολικορωμαϊκές διοικητικές μονάδες που πήραν την θέση των ρωμαϊκών διοικήσεων) των Συρακουσών, αλλά μετά την αραβική κατάκτηση της Σικελίας, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Ρήγιο, και έτσι γεννήθηκε το Θέμα της Καλαβρίας που εκείνη την περίοδο είχε λάβει την σημερινή ονομασία.
Η βυζαντινή στρατιωτική παρουσία στην Καλαβρία τελείωσε το 1059, όταν κατέφθασαν οι Νορμανδοί, πολεμιστές σκανδιναβικής καταγωγής που είχαν εγκατασταθεί στην Γαλλία, στην ομώνυμη περιοχή της Νορμανδίας. Αυτοί υπήρξαν μισθοφόροι πολεμιστές που πολέμησαν και για λογαριασμό των Ρωμαίων της Ανατολής, που κατέκτησαν την Νότιο Ιταλία για λογαριασμό του Πάπα, ο οποίος, βασιζόμενος στο έγγραφο της «Δωρεάς του Κωνσταντίνου» που αργότερα αποδείχθηκε πλαστό, διεκδικούσε δικαιώματα κυριαρχίας επί της Ιταλίας. Οι Νορμανδοί επανεισήγαγαν το λατινικό τυπικό, αλλά σεβάστηκαν τις ήδη προϋπάρχουσες ελληνικές επισκοπικές ενορίες. Ίδρυσαν το Βασίλειο της Σικελίας το 1130 και υπήρξαν ανεκτικοί με τους διάφορους πληθυσμούς που κατοικούσαν στο βασίλειό τους. Ουσιαστικά το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τους Σουηβούς (1194-1268), αλλά το πρώτο εξολοθρευτικό πλήγμα που δέχθηκε ο Ελληνισμός της Καλαβρίας υπήρξε από τους Ανδεγαυούς, οι οποίοι, όταν ο Manfredi και ο Corradino ηττήθηκαν, εξουσίασαν το Βασίλειο της Νεαπόλεως. Αυτοί αποδείχθηκαν αβυσσαλέοι εχθροί των Βυζαντινών και ο,τιδήποτε μπορούσε να τους θυμίζει, καταδιώχθηκε και γι’ αυτό στην Καλαβρία σιγά-σιγά διαδόθηκε η ρωμανική, από την οποία προήλθε η σημερινή κεντρονότια διάλεκτος της Καλαβρίας (σικελική διάλεκτος) και το ελληνικό τυπικό διώχθηκε με δριμύτητα για να εξαφανιστεί επίσημα το 1573, όταν υπό τους Ισπανούς καταλύθηκε η τελευταία επισκοπική ενορία της Bova από ειρωνεία της τύχης από μέρους ενός Ελληνοκύπριου, του επισκόπου Ιουλίου Σταυριανού.
Και η ελληνική γλώσσα σταδιακά αντικαταστάθηκε από την ρωμανική διάλεκτο, και η εξαφάνισή της άρχισε τον 15ο αιώνα και ακόμη διαπράττεται, και το άσχημο είναι ότι η πλειοψηφία των Καλαβρών δεν έχει ιστορική συνείδηση (εξαιτίας της ελλιπούς εκπαίδευσης και ενδιαφέροντος από μέρους των θεσμικών οργάνων), και σήμερα η χρήση των Ελληνικών της Καλαβρίας περιορίζεται στις εξώτατες λωρίδες νοτιοανατολικά της περιφέρειας: Βούα, Ρογούδι και Γαλιτσιανό. Όπως και να ’χει, οι σχέσεις με την ελληνική Μητέρα Πατρίδα συνεχίστηκαν τουλάχιστον μέχρι τον 16ο αιώνα: θυμίζουμε τον Βαρλαάμ από την Seminara, που είχε θεολογικές συζητήσεις με τον Γρηγόριο Παλαμά, και τους πολλούς Έλληνες που μετανάστευσαν στην Καλαβρία από την εποχή της Ανατολικής Αυτοκρατορίας μέχρι την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, όταν πολλοί Έλληνες της Μητέρας Πατρίδας κατέφυγαν στην Καλαβρία. Η Καλαβρία δεν διαδραμάτισε δευτερεύοντα ρόλο στην επανεισαγωγή της μελέτης της ελληνικής στην Δύση: ο ήδη προαναφερθείς Βαρλαάμ από την Seminara δίδαξε την Ελληνική στον Francesco Petrarca (το 1368 αυτός συμβούλευσε έναν φίλο του που επιθυμούσε να πάει στην Πόλη για να μάθει την Ελληνική να μεταβεί στην πιο κοντινή Καλαβρία), και ο μαθητής αυτού, Λεόντιος Πιλάτος, την δίδαξε στον Βοκκάκκιο, και αυτό πριν προσφερθεί στον Εμμανουήλ Χρυσολωρά η έδρα ελληνικών σπουδών στην Φλωρεντία. Αναφέρουμε επίσης έναν ανώνυμο Γάλλο χρονικογράφο του 14ου αιώνα που έγραψε ότι στην Καλαβρία δεν ομιλείται παρά μόνον η Ελληνική.
Οι ρίζες της Ελληνικής της Καλαβρίας ακόμη και σήμερα αποτελούν θέμα συζήτησης, αλλά ακολουθούν βασικά δύο γραμμές σκέψης:
- την θέση του Gerhard Rohlfs (1892-1986), που υποστηρίζει την απαρχή της γλώσσας κατά την περίοδο της Μεγάλης Ελλάδας, που αναζωογονήθηκε μετά την έλευση των Βυζαντινών. Η θέση του βασίζεται στην παρουσία πολλών αρχαϊσμών, που παρατηρούνται μόνον στην κλασική ελληνική και κάποιων δωρισμών, που μοιράζεται με την μοναδική νεοελληνική διάλεκτο που προέρχεται από την δωρική, την τσακωνική (ομιλείται στην Πελοπόννησο, στην περιοχή της αρχαίας Σπάρτης, όπου όντως ομιλείτο η δωρική),
- την θέση του Giuseppe Morosi (1847-1890), υποστηρικτή της βυζαντινής αφετηρίας της Ελληνικής της Καλαβρίας. Αυτός ο μελετητής έχοντας ζήσει στην εποχή της ιταλικής ενοποίησης, πολλοί πιστεύουν ότι η σκέψη του είχε επηρεαστεί από τα γεγονότα της εποχής, δεδομένου ότι το Κράτος ήθελε να δημιουργήσει μια εθνική ταυτότητα θεμελιωμένη στα ένδοξα κατορθώματα της αρχαίας Ρώμης και του Λατινισμού.
Σήμερα η Ελληνική της Καλαβρίας αναγνωρίζεται ως μειονοτική γλώσσα, πρώτα από το Ιταλικό Σύνταγμα, άρθ. 6 («η Ιταλία προστατεύει με κατάλληλες διατάξεις τις γλωσσικές μειονότητες»), και μετά από τον νόμο 02/1999, μολονότι το Κράτος δεν πράττει αρκετά ώστε να διασωθεί η γλώσσα, που αφήνεται στην τύχη της, παραμελημένη και από τους ίδιους Καλαβρούς που την θεωρούν ένα απαρχαιωμένο πράγμα που ανήκει στο παρελθόν.
Ωστόσο το ελληνικό τυπικό φαίνεται ότι βρίσκεται καλύτερα χάρη στην παρουσία ορθόδοξων εκκλησιών στο Γαλιτσιανό, Seminara, Gerace και Ρήγιο (θυμίζουμε την Εκκλησία που προ ολίγου καιρού αφιερώθηκε στον Άγιο Παύλο των Ελλήνων), χωρίς να υπολογίζουμε την Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεριστού, από το όνομα του Ιταλοέλληνα μοναχού που έζησε μεταξύ του 10ου και 11ου αιώνα, που βρίσκεται στο Bivongi, και διοικείται από μοναχούς που προέρχονται από την Χερσόνησο του Άθω.
Όπως και να ’ναι θα δούμε πως θα εξελιχθεί η όλη κατάσταση, ελπίζοντας ότι όλη αυτή η τεράστια πολιτιστική κληρονομιά μας δεν θα λησμονηθεί και καταδιωχθεί, και ότι θα μπορέσουμε να ευαισθητοποιήσουμε κάπως τους κατοίκους με την ελπίδα σε μια έστω και μερική ανάκτησή της.
Giuseppe Delfino (μεταφράση του Στέλιου Παπακωνσταντίνου)
ο Giuseppe Delfino είναι ένας νεαρός φοιτητής Ξένων Γλωσσών και Λογοτεχνιών στο Πανεπιστήμιο Σπουδών της Μεσσίνα. Ειδικός αρχαίων και σύγχρονων γλωσσών, είναι ιδρυτής ενός πολύ αγαπητού Facebook Group, "Salviamo la lingua greca di Calabria" ("Ας σώσουμε την Ελληνική γλώσσα της Καλαβρίας"), θα επιληφθεί τις προσεχείς εβδομάδες μια σειρά λεπτομερών ερευνών που θα στοχεύουν στην διάδοση και επαναξιολόγηση της Ελληνικής της Καλαβρίας, "Χάπια Ελληνικών της Καλαβρίας".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου